officership$543318$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

officership$543318$ - translation to ελληνικό

PERSON WHO HAS A POSITION OF AUTHORITY IN A HIERARCHICAL ORGANIZATION; SEE ALSO OFFICIAL (Q599151)
Officers; Officership; Officerships; Grand Officer; Grand officer

officership      
n. θέση του αξιωματικού

Ορισμός

officer
¦ noun
1. a person holding a position of authority, especially a member of the armed forces who holds a commission or a member of the police force.
a bailiff.
2. a holder of a post, especially of a public, civil, or ecclesiastical office.
3. a member of a certain grade in some honorary orders, such as the grade next below commander in the Order of the British Empire.
¦ verb provide with an officer or officers.

Βικιπαίδεια

Officer

An officer is a person who has a position of authority in a hierarchical organization. The term derives from Old French oficier "officer, official" (early 14c., Modern French officier), from Medieval Latin officiarius "an officer," from Latin officium "a service, a duty" the late Latin from officiarius, meaning "official."